- φλάσκη
- η, Νβλ. φλάσκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλάσκα — η, ΝΑ, και φλάσκη Ν νεοελλ. δοχείο για κρασί ή νερό, το οποίο κατασκευάζεται από τον καρπό τού φυτού φλασκιά, αλλ. τσότρα αρχ. αγγείο για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. flasca, ae / flasco, ōnis, λ. γερμανικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
φλασκί — το / φλασκίον, Ν ΜΑ, και φλάσκιον και φλασκεῑον Α [φλάσκη / φλάσκα] (υποκορ. τ.) μικρή φλάσκα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αιγίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην αναπαλαιωμένη παλαιά δημοτική αγορά της πόλης (Αγίου Ανδρέου 3 & Μιχαλακοπούλου), που χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Εγκαινιάστηκε το 1994, αλλά ανέστειλε τη λειτουργία του από το… … Dictionary of Greek